- βιταμίνες
- Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές καταστάσεις ποικίλου τύπου (αβιταμίνωση ή υποβιταμίνωση), που υποχωρούν ταχύτατα με την πρόσληψη των β. που λείπουν. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρούνται διαταραχές του οργανισμού, εξαιτίας πολύ μεγάλων δόσεων β. (υπερβιταμινώσεις). Συχνότατα, οι β. παρεμβαίνουν, ως συστατικά συνενζύμων, σε πολλά ενζυμικά συστήματα και με την παρουσία τους διευκολύνουν διάφορες ενδιάμεσες φάσεις του μεταβολισμού των ζώων και του ανθρώπου. Γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητα συνενζυματικού τύπου, μερικές β. χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική παθολογικών καταστάσεων που οφείλονται σε διαταραχές του μεταβολισμού ή δυστροφίες (ηπατοπάθειες, νευρίτιδες, ελαττωμένη άμυνα κατά των λοιμώξεων).
Η ονομασία β. ή αμίνες της ζωής (vita + amine, όπως είναι η προέλευση του όρου) οφείλεται στον Πολωνοαμερικανό βιοχημικό Καζιμίρ Φουνκ, που σκέφτηκε να τις αποκαλέσει έτσι πιστεύοντας λανθασμένα ότι όλες περιείχαν (όπως η β. Β1) και αμινική ομάδα. Οι β. ονομάζονται με γράμματα του λατινικού αλφάβητου (Α, Β, C, D, Ε και K, ενώ μερικές φορές έχουν αρίθμηση, π.χ. Β1, Β2, Β6, Β12), αλλά σήμερα που είναι γνωστή η χημική τους σύνθεση, πολλές από αυτές έχουν ονομασίες σχετικές με αυτή. Εξάλλου, διάφορα οργανικά οξέα έχουν τις ιδιότητες των β., ενώ άλλεςουσίες μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε β. από τον ζωικό οργανισμό που τις προσλαμβάνει· αυτές οι ουσίες λέγονται προβιταμίνες. Εκτός αυτών, μελέτες αποκάλυψαν τις ιδιότητες πολυάριθμων βιοχημικών παραγόντων που θεωρούνται πιθανές β., ή πάντως παραγόντων παρόμοιων προς τις β. και ουσιών που είναι αντίθετες στη δράση των β. και γι’ αυτό ονομάστηκαν αντιβιταμίνες.
Οι β. χωρίζονται βασικά σε δύο ομάδες: σε αυτές που είναι διαλυτές στα λίπη (λιποδιαλυτές), όπως οι Α, D, Ε, K, διάφορα ακόρεστα λιπαρά οξέα, και σε αυτές που είναι διαλυτές στο νερό (υδατοδιαλυτές), όπως το σύμπλεγμα Β β. και το ασκορβικό οξύ ή β. C.
λιποδιαλυτές β. A (επίσης, β-καροτίνηαζηροφθόλη αντιζηροφθαλμική).Στην πραγματικότητα υπάρχουν τρεις ουσίες χημικά παρόμοιες, που έχουν την ίδια φυσιολογική δράση: β. Α1 (ρετινόλη),β. Α2(δεΰδρορετινόλη)και η αλδεΰδη της Α1 ρετινίνη. Ενώ οι β. Α βρίσκονται μόνο σε ουσίες ζωικής προέλευσης (γάλα, βούτυρο, συκώτι διαφόρων ψαριών), οι προβιταμίνες Α ή καροτένια α, β, γ είναι πολύ διαδεδομένες στο φυτικό βασίλειοκαι ειδικότερα στα καρότα, το μαρούλι, το σπανάκι κ.ά. υπό μορφή κίτρινων χρωστικών. Η έλλειψη της β. Α προκαλεί ατροφία των επιθηλιακών κυττάρων, υπερπλασία των βασικών κυττάρων και παθολογικά αυξημένη κερατινοποίηση, που γίνονται εμφανείς πολύ γρήγορα στο μάτι ως ξηροφθαλμία. Προκαλεί επίσης αναστολή της ανάπτυξης των οστών και των δοντιών και ελαττωμένη αντίσταση του οργανισμού στις λοιμώξεις, ξηροδερμία και σοβαρές βλάβες στο οπτικό σύστημα (εκτός από την ξηροφθαλμία), όπως κερατομαλακία και ημεραλωπία. Η β. Α και οι προβιταμίνες της μετρούνται σε διεθνείς μονάδες (δ.μ.). Μία δ.μ. ισοδυναμεί με 0,3 mg καθαρής β. Α ή 0,6 mg β. καροτένιου. Οι ημερήσιες ανάγκες για τα βρέφη είναι περίπου 1.500 δ.μ., και για τη γυναίκα 600 δ.μ. κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και 8.000 δ.μ. κατά τη γαλουχία. Υπερβολική ποσότητα β. Α ή καροτένιων προκαλούν υπερβιταμίνωση Α, που εκδηλώνεται με ανορεξία, απίσχνανση, ίλιγγο, αδυναμία και κίτρινη χρώση του δέρματος (καροτενικός ίκτερος).
D (επίσης, καλκιφερόλη αντιραχιτική β.).Στην πραγματικότητα είναι περισσότερες από μία οι ουσίες που έχουν αντιραχιτική ενέργεια· οι πιο σπουδαίες είναι η εργοκαλκιφερόλη ή β. D2, που δεν υπάρχει στη φύση και παράγεται από την προβιταμίνη εργοστερόλη κατόπιν ακτινοβολίας της με υπεριώδεις ακτίνες και η χοληκαλκιφερόλη ή β. D3, που παράγεται κατόπιν ακτινοβολίας από την 7-δεϋδροχοληστερόλη και η οποία βρίσκεται σε σχετική αφθονία στο συκώτι μερικών ψαριών. Στο δέρμα του ανθρώπου υπάρχει η προβιταμίνη 7-δεϋδροχοληστερόλη, που μετατρέπεται σε β. D3, υπό την επίδραση των υπεριωδών ακτίνων του ηλιακού φωτός. Η αβιταμίνωση D προκαλεί στα παιδιά ραχίτιδα λόγω διαταραχής μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση τόσο της ενδοχονδρικήςόσο και της περιοστικής οστέωσης –τα οστά γίνονται μαλακά, ευλύγιστα και γι’ αυτό παθαίνουν χαρακτηριστικές παραμορφώσεις. Η χορήγηση β. D3 τακτοποιεί τον φυσιολογικό μηχανισμό μεταβολισμού του φωσφόρου και η ραχίτιδα υποχωρεί. Στη φύση, η β. D βρίσκεται κυρίως στο συκώτι μερικών ψαριών, όπως του ονίσκου, απ’ όπου βγαίνει το μουρουνόλαδο. Στη θεραπευτική αγωγή της ραχίτιδας προτιμούνται σήμερα, αντί του ηπατελαίου του ονίσκου, ειδικά σκευάσματα καθαρής β. D. Η δ.μ. της β. D αντιστοιχεί σε 0,025 mg κρυσταλλικής καλκιφερόλης· δηλαδή 1 mg ισοδυναμεί με 40.000 δ.μ. Οι ημερήσιες ανάγκες για τα παιδιά και τους νέους είναι περίπου 400-800 δ.μ., ενώ για τον ενήλικο, σε φυσιολογικές συνθήκες, φαίνεται ότι είναι μικρότερες. Η ανεξέλεγκτη χορήγηση της β. D προκαλεί διαταραχές του μεταβολισμού ασβεστίου-φωσφόρου με αποτέλεσμα βαριές παθολογικές καταστάσεις (υπερβιταμίνωση D).
Ε (επίσης, τοκοφερόλη β. της γονιμότητας αντιστειρωτική β.).Οι διάφορες ουσίες με δράση β. Ε προέρχονται χημικά από την τοκοφερόλη και διακρίνονται με τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου α, β, γ, δ, ε, ζ και η. Η πιο σημαντική είναι η α τοκοφερόλη. Η αβιταμίνωση Ε προκαλεί στείρωση τόσο στον άντρα όσο και στη γυναίκα, καθώς και βλάβες άλλων ιστών, ιδιαίτερα του νευρικού και του μυϊκού. Στον άνθρωπο πραγματική αβιταμίνωση Ε είναι πολύ δύσκολο να εμφανιστεί λόγω της μεγάλης διάδοσης της β. στο φυτικό βασίλειο. Β. Ε χορηγείται θεραπευτικά σε περιπτώσεις επανειλημμένων αποβολών και μυϊκής δυστροφίας με ευνοϊκά αποτελέσματα. Η βιολογική δράση της β. Ε είναι αρκετά πολύπλοκη· πάντως είναι βέβαιο ότι αποτελεί βασικό συστατικό του ενζυματικού συστήματος κυτόχρωμα-C-ρεδουκτάση, με δράση στον μεταβολισμό των νουκλεϊκών οξέων· ως αντιοξειδωτικό, προστατεύει τη β. Α, τα καροτένια και τα ακόρεστα λιπαρά οξέα. Στον ανθρώπινο οργανισμό εναποθηκεύεται στα επινεφρίδια, στην υπόφυση, στον πλακούντα, στους μυς και στα λίπη. Δεν προκαλείται υπερβιταμίνωση E. Οι β. Ε αφθονούν στο φυτικό βασίλειο και ιδιαίτερα στο φύτρο του σιταριού και στο μαρούλι. Λιγότερο διαδεδομένες είναι στα φρούτα και στο ζωικό βασίλειο. Η δ.μ. αντιστοιχεί στη δραστικότητα 1,1 mg D, L-α-οξικής τοκοφερόλης. Μια άλλη μονάδα, που αποκαλείται μονάδα επίμυοςδόση γονιμότητας είναι ίση προς 3 mg α-τοκοφερόλης. Οι ημερήσιες ανάγκες για τον άνθρωπο φαίνεται ότι είναι γύρω στα 10 mg.
Κ(επίσης, αντιαιμορραγικός παράγοντας).Βιταμινικό σύμπλεγμα, που περιλαμβάνει μια ομάδα παραγώγων της μεθυλοναφθοκινόνης. Είναι γνωστές η Κ1 (φυλλοκινόνη στα φυτά), η Κ2 (φαρνοκινόνη στους μικροοργανισμούς) και η Κ3 (μεναδιόνη, συνθετικής προέλευσης). Σε ό,τι αφορά τη δράση της, πιστεύεται ότι η β. Κ αποτελεί προσθετική ομάδα ενζύμου απαραίτητου για τη σύνθεση στο συκώτι της προθρομβίνης και των παραγόντων πήξης του αίματος VII, IX και Χ. Η έλλειψη β. Κ αναστέλλει τη σύνθεση αυτών των παραγόντων με αποτέλεσμα τη διαταραχή της πηκτικότητας του αίματος. Πηγές β. Κ για τον ανθρώπινο οργανισμό είναι τα φύλλα των φυτών (σπανάκι, λάχανο και άλλα λαχανικά) και η μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου που συνθέτει σε ικανές ποσότητες αυτό το βιταμινικό σύμπλεγμα. Φαινόμενα υπερβιταμίνωσης δύσκολα παρατηρούνται στον ενήλικο, γιατί απαιτούνται τεράστιες δόσεις –ευκολότερα συναντάται στα νεογνά, ιδίως εάν είναι πρόωρα.
F (επίσης, ακόρεστα λιπαρά οξέα).Υπάρχουν τρία ακόρεστα λιπαρά οξέα (λινολικό, λινολενικό, αραχιδονικό), η απουσία των οποίων από τη διατροφή προκαλεί στον επίμυ μια τυπική δερματοπάθεια. Στον άνθρωπο δεν έχει αποδειχτεί κατάσταση αβιταμίνωσης· ωστόσο πιστεύεται ότι ορισμένες δερματοπάθειες επηρεάζονται από αυτές τις ουσίες.
υδατοδιαλυτές β
Σύμπλεγμα Β. Έτσι αποκαλείται μια ομάδα ουσιών που χημικά διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, αλλά μοιάζουν από βιολογική άποψη. Αποτελούν μέρος των πιο λεπτών και πολύπλοκων ενζυματικών συστημάτων όλων των ζώντων οργανισμών, από τα μικρόβια μέχρι τον άνθρωπο. Στο σύμπλεγμα Β ανήκουν οι βιταμίνες Β1, Β2, Β3 (πιο γνωστή ως παντοθενικό οξύ), B6, B12 PP (ή νικοτιναμίδη), το παρα-αμινο-βενζοϊκό οξύ (ή PABA),το φυλλικό οξύ, η βιοτίνη, η χολίνη και η ινοσιτόλη.
B1 (επίσης, θειαμίνη ανευρίνη αντινευριτιδική β. β. αντι-μπέρι-μπέρι).Η στέρηση της β. Β1, αν και είναι δύσκολο να συναντηθεί σήμερα, προκαλεί στον άνθρωπο σοβαρές διαταραχές του πεπτικού συστήματος (ανορεξία, γαστρεντερίτιδα), του νευρικού συστήματος (πολυνευρίτιδα, νευραλγίες) και της καρδιάς. Με την έγκαιρη χορήγηση της β. οι βλάβες που προαναφέρθηκαν εξαφανίζονται γρήγορα. Ο μηχανισμός δράσης της θειαμίνης είναι συνενζυματικού τύπου. Στον ανθρωπινό οργανισμό βρίσκεται τόσο σε ελεύθερη μορφή όσο και σε μορφή συνκαρβοξυλάσης σε μικρές ποσότητες. Η σύνθεσή της από τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου καλύπτει μικρό μόνο μέρος των αναγκών του οργανισμού, γι’ αυτό είναι απαραίτητη η συνεχής πρόσληψή της με τις τροφές που την περιέχουν. Οι πιο πλούσιες σε β. Β1 τροφές είναι τα δημητριακά και η ζυθοζύμη (μαγιά της μπίρας). Η δ.μ. της Β1 ισούται προς 3 mg κρυσταλλικής υδροχλωρικής θειαμίνης. Οι ημερήσιες ανάγκες για τον άνθρωπο είναι περίπου 1,1-1,4 mg.
B2 (επίσης, ριβοφλαβίνη λακτοφλαβίνη ηπατοφλαβίνη υδατοδιαλυτός παράγοντας της αύξησης).Μία πραγματική αβιταμίνωση Β2 είναι σχεδόν αδύνατον να συναντηθεί στον άνθρωπο· πάντως με τον όρο αριβοβλαβίνωση εννοείται ένα σύνδρομο από πολυάριθμα συμπτώματα, μεταξύ των οποίων αρκετά χαρακτηριστική είναι η γωνιώδης στοματίτιδα. Ο μηχανισμός της δράσης της είναι συνενζυματικού τύπου. Η ριβοφλαβίνη αποτελεί, υπό μορφή φωσφορικού εστέρα (που αποκαλείται φλαβινο-μονο-νουκλεοτίδιο ή FMN) ή ενωμένη με αδενυλικό οξύ (φλαβιν-αδενιν-δινουκλεοτίδιο ή FAD), το συνένζυμο των κίτρινων αναπνευστικών ενζύμων. Αυτές οι φλαβοπρωτεΐνες, στις οποίες η ριβοφλαβίνη αντιπροσωπεύει την προσθετική ομάδα, έχουν βασικό ρόλο στις οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις του κυττάρου, ως φορείς του υδρογόνου. Στον ανθρώπινο οργανισμό, η Β2 εισάγεται με τις τροφές και για να είναι ενεργός, ενώνεται με το φωσφορικό οξύ και την αδενοσίνη μέσω ενζυματικών συστημάτων. Βρίσκεται σε όλα τα φυτικά και ζωικά κύτταρα, ενώ μικρή ποσότητα παράγεται από τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου. Οι ημερήσιες ανάγκες για τον άνθρωπο σε φυσιολογικές συνθήκες είναι περίπου 1,8-2 mg, ενώ για τη γυναίκα κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης και της γαλουχίας ανέρχονται στα 2,5-3 mg.
B6 (επίσης, πυριδοζίνη aδερμίνη αντιακροδυνικός παράγοντας, από την ακροδυνία,τυπική δερματίτιδα του επίμυος από αβιταμίνωση Β6). Η Β6 αβιταμίνωση είναι σπάνια και προκαλεί στον άνθρωπο σπασμούς, δερματίτιδα και γαστρεντερίτιδα. Η βασική βιοχημική βλάβη που προκαλεί η αβιταμίνωση αυτή συνίσταται σε σοβαρή διαταραχή του μεταβολισμού των αμινοξέων, στον οποίο η πυριδοξίνη συμμετέχει ως συνένζυμο ορισμένων καρβοξυλασών και τρανσαμινασών. Η β. Β6 είναι πολύ διαδεδομένη στο φυτικό και ζωικό βασίλειο και η δραστικότητά της εκφράζεται σε mg. Οι ημερήσιες ανάγκες για τον ενήλικο υπολογίζονται περίπου σε 2 mg.
φυλλικά οξέα (επίσης, πτεροϋλογλουταμινικά οξέα β. Bc β. Mπαράγοντας του lactobacillus casei).Στον άνθρωπο η βιοχημική δραστηριότητά τους σχετίζεται με την αναπαραγωγή και ωρίμανση των κυττάρων του αίματος και του μυελού των οστών. Η χορήγηση φυλλικών οξέων έχει ευνοϊκά αποτελέσματα σε παθολογικές καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από μεγαλοκυτταρική αναιμία του τύπου που συναντάται στη στεατόρροια, στην κακοήθη αναιμία και στη μεγαλοβλαστική αναιμία της κύησης και της παιδικής ηλικίας. Ο μηχανισμός δράσης των φυλλικών οξέων είναι συνενζυματικού τύπου και έχει σχέση με τον μεταβολισμό των μονανθρακικών ομάδων. Τα φυλλικά οξέα εισάγονται στον οργανισμό με φυτικές και ζωικές τροφές και ένα μέρος τους είναι προϊόν σύνθεσης της μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου. Η δραστικότητά τους εκφράζεται σε mg και οι ημερήσιες ανάγκες για τον άνθρωπο είναι 1-2 mg.
B12.Κοινή ονομασία μιας ομάδας ουσιών (κοβαλαμίνες),που απομονώθηκαν από το συκώτι ζώων και από καλλιέργειες του μύκητα streptomyces aureofaciens –πιο σημαντικές είναι η κυανοκοβαλαμίνη, η υδροξυκοβαλαμίνη (B12b) και η νιτροκοβαλαμίνη (B12c). Πιο δραστικές είναι η κυανο- και η υδροξυκο- βαλαμίνη. Η πρώτη είναι μια ουσία κόκκινη, της οποίας η χημική δομή αποκαλύφθηκε το 1955. Η β. Β12 για πολλούς οργανισμούς (νεοσσούς όρνιθας, επίμυν και διάφορα μικρόβια) είναι σπουδαίος παράγοντας της αύξησης και της εμβρυϊκής εξέλιξης. Στον άνθρωπο είναι δύσκολο να παρατηρηθεί καθαρή μορφή αβιταμίνωσης Β12. Συνήθως συνοδεύεται με έλλειψη φυλλικού οξέος και άλλων παραγόντων. Βέβαιο είναι ότι η χορήγηση της Β12 αποτελεί την πιο αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή της κακοήθους αναιμίας και άλλων παθολογικών καταστάσεων που χαρακτηρίζονται από μεγαλοκυτταρική αναιμία. Η τυπική βιοχημική διαταραχή από έλλειψη της Β12 χαρακτηρίζεται από διαταραχές στη σύνθεση των πυρηνοπρωτεϊνών, από πλημμελή ενεργοποίηση των σουλφυδρυλικών ενζύμων, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη δραστηριότητα των ενζύμων. Για την απορρόφησή της από το πεπτικό σύστημα είναι απαραίτητη η παρουσία ενός άλλου παράγοντα, του ενδογενούς παράγοντα. Όταν λείπει αυτός, η β. Β12 δεν απορροφάται και έτσι εξηγείται η εμφάνιση της κακοήθους αναιμίας, γιατί με την έλλειψή της αναστέλλεται η ωρίμανση των ερυθρών αιμοσφαιρίων, ενώ παράλληλα γίνεται και απομυελίνωση των μεγάλων νευρικών ινών του νωτιαίου μυελού, με αποτέλεσμα σοβαρές νευρικές βλάβες που μπορεί να καταλήξουν σε παραλύσεις. Η Β12 δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στη φύση· κύριες πηγές της είναι το συκώτι διαφόρων ζώων (από 4.000 κιλά συκωτιού λαμβάνεται 1 γρ. κυανοκοβαλαμίνης) και οι καλλιέργειες διαφόρων μικροοργανισμών. Η βιολογική δραστικότητα είναι η μεγαλύτερη γνωστή στο πεδίο των β. Αποταμιεύεται στο συκώτι.
Η (επίσης, βιοτίνη παράγοντας W παράγοντας αντί-egg-white-injury).Η τελευταία αυτή ονομασία της οφείλεται στο φαινόμενο κατά το οποίο αν σε διάφορους ζωικούς οργανισμούς (μεταξύ των οποίων και ο άνθρωπος) χορηγηθεί για μακρύ χρονικό διάστημα διαιτολόγιο πλούσιο σε ωμό ασπράδι αβγού, αρρωσταίνουν εμφανίζοντας χαρακτηριστικές δερματικές βλάβες. Αυτό συμβαίνει διότι στο ασπράδι του αβγού υπάρχει μια ουσία (αβιδίνη), που όταν ενωθεί με τη βιοτίνη στον εντερικό σωλήνα, την καθιστά δυσαπορρόφητη. Η βιοτίνη προστατεύει τον οργανισμό από αυτές τις αλλοιώσεις και ονομάζεται β. Η, από το αρχικό της γερμανικής λέξης haut (δέρμα). Η βιοχημική της δράση είναι συνενζυματικού τύπου και με τη μορφή αυτή δρα επί του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και ιδίως των λιπών, καθώς και στη σύνθεση των νουκλεϊκών οξέων. Η έλλειψη της βιοτίνης προκαλεί στον άνθρωπο δερματίτιδα, γαστρεντερίτιδα και μυικούς πόνους. Βρίσκεται διαδεδομένη στα τρόφιμα φυτικής και ζωικής προέλευσης. Δεν είναι γνωστές με ακρίβεια οι ημερήσιες ανάγκες για τον άνθρωπο, υπολογίζεται όμως ότι είναι της τάξης των 100-200 μικρογραμμαρίων.
H1 (επίσης, παρα-αμινο-βενζοϊκό οξύ ΡΑΒΑ). Το οξύ αυτό θεωρείται ότι είναι β., γιατί αποκαθιστά το φυσιολογικό χρώμα του τριχώματος του μαύρου ποντικού το οποίο έχει γίνει λευκό μετά από δίαιτα από την οποία απουσιάζει το ΡΑΒΑ. Θεωρείται επίσης αυξητικός παράγοντας για τους νεοσσούς της κότας και για πολλούς μικροοργανισμούς. Πάντως, η κύρια βιολογική λειτουργία του ΡΑΒΑ είναι να συμμετέχει στον σχηματισμό του φυλλικού οξέος, του οποίου αποτελεί συστατικό.
Παντοθενικό οξύ (επίσης, αντιδερματικός παράγοντας του νεοσσού της όρνιθας).Είναι μια ουσία που προκαλεί γρήγορη υποχώρηση της ειδικής δερματίτιδας και τον αποχρωματισμό του φτερώματος του νεοσσού της κότας που διατρέφεται με τροφές στις οποίες δεν περιέχεται παντοθενικό οξύ. Στη συμπτωματολογία αυτή δεν ασκούν καμία επίδραση οι άλλοι παράγοντες του συμπλέγματος Β. Στον άνθρωπο δεν έχει διαπιστωθεί αβιταμίνωση παντοθενικού οξέος, γιατί παράγεται συνθετικά από τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου και η διάδοσή του στις τροφές είναι τεράστια (γι’ αυτό ονομάζεται και έτσι, από τη λέξη πάντοθεν).Ο μηχανισμός δράσης του είναι τυπικά συνενζυματικός. Τo παντοθενικό οξύ, με την αδενοσίνη, τη θειοθαλοναμίνη και τρεις ρίζες φωσφορικού οξέος, σχηματίζει το συνένζυμο Α. Συνιστάται η σταθερή πρόσληψη περίπου 7 mg παντοθενικού οξέος κάθε μέρα.
PP (επίσης, νικοτιναμίδη νιασίνη αντιπελλαγρικός παράγοντας β. Β7).Η αβιταμίνωση PP προκαλεί βιολογικές αλλοιώσεις σε διάφορα ζώα και ιδιαίτερα στον άνθρωπο τη νόσο πελλάγρα (από την οποία και η ονομασία της PP, pellagra preventing),στον σκύλο τη νόσο μαύρη γλώσσα (black tongue). Και αυτός o παράγοντας του συμπλέγματος B έχει δράση συνενζυματικού τύπου. Αποτελεί συστατικό της δομής των πυρηδινο-νουκλεοτιδίων, τα οποία δρουν ως δεϋδρογονάσες κατά την οξείδωση των υδατανθράκων, του λευκώματος κ.ά. Τα νουκλεοτίδια αυτά είναι το συνένζυμο I ή διφωσφοπυρηδινο-νουκλεοτίδιο (DPN) και το συνένζυμο II ή τριφωσφοπυρηδινο-νουκλεοτίδιο (ΤΡΝ). Γι’ αυτό ακριβώς έλλειψη της PP ή αυτών των συνενζύμων προκαλεί τις παθολογικές καταστάσεις που προαναφέρθηκαν και είναι αποτέλεσμα αλλοιώσεων των οξειδοαναγωγικών ενζυματικών συστημάτων. Η PP βρίσκεται άφθονη στις τροφές ζωικής προέλευσης, λίγο στις φυτικές και απουσιάζει από ορισμένες, όπως οι πατάτες, το λάδι, τα άλευρα αραβοσίτου και σίκαλης, το λαρδί. Για τις ημερήσιες ανάγκες ενός φυσιολογικού ανθρώπου υπολογίζεται ότι απαιτούνται περίπου 12-18 mg της PP. Η θεραπευτικήαντιπελλαγρική δόση είναι σημαντικά υψηλότερη: 100-500 mg την ημέρα, λαμβανόμενη από το στόμα.
C (επίσης, ασκορβικό οξύ αντισκορβουτική β.). Ο μηχανισμός δράσης του L-ασκορβικού οξέος δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί πλήρως, αλλά οι αναγωγικές του ιδιότητες φανερώνουν ότι πιθανότατα δρουν ως μεταφορείς υδρογόνου στα οξειδοαναγωγικά συστήματα των κυττάρων. Η β. C είναι πολύ διαδεδομένη στο φυτικό και ζωικό βασίλειο, δεν είναι ουσία τοξική και δεν προκαλεί υπερβιταμίνωση, αν και έχουν περιγραφεί μερικές παθολογικές εικόνες που αποδίδονται σε μεγάλες θεραπευτικές δόσεις.
Δεν έχουν όλοι οι ζωικοί οργανισμοί ανάγκη πρόσληψης β. C· πολλά ζώα είναι σε θέση να την παράγουν βιοσυνθετικά. Ο άνθρωπος, όμως, όπως και ο πίθηκος, έχει απόλυτη ανάγκη να παίρνει καθημερινά με την τροφή του τη β. C. Η δ.μ. ισούται με 0,05 mg L-ασκορβικού οξέος και οι ημερήσιες ανάγκες είναι 50-100 mg.
ινοσίτης (επίσης, ινοσιτόλη). Ο ινοσίτης είναι ένας παράγοντας απαραίτητος για την αύξηση του επίμυος. Χημικά πρόκειται για εξυδροξυ-κυκλοεξάνιο. Στον άνθρωπο είναι άγνωστη η αβιταμίνωση και έτσι δεν είναι γνωστές οι ημερήσιες ανάγκες.
χολίνη.Δεν είναι σύμφωνοι όλοι οι συγγραφείς στην αποδοχή της χολίνης ως β. υπό την αυστηρή έννοια του όρου, η σημασία της όμως στη διατροφή είναι αναμφισβήτητη, γιατί είναι γεγονός ότι διατροφή δίχως χολίνη προκαλεί σε πειραματόζωα μια παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από λιπώδη διήθηση του συκωτιού, εκφυλιστικές αλλοιώσεις του νεφρού, καθυστέρηση της ανάπτυξης κ.ά. Η συμπτωματολογία αυτή υποχωρεί εύκολα μετά τη χορήγηση χολίνης ή άλλων ουσιών ικανών να δράσουν ως δότες μεθυλικών ομάδων (-CH3), όπως η μεθειονίνη και η βεταΐνη.
Μικροκρύσταλλοι της βιταμίνης C όπως φαίνεται στο μικροσκόπιο με πολωμένο φως.
Μικροκρύσταλλοι της βιταμίνης D?2 όπως φαίνεται στο μικροσκόπιο με πολωμένο φως.
Μικροκρύσταλλοι της Β?12 όπως φαίνεται στο μικροσκόπιο με πολωμένο φως.
Μικροκρύσταλλοι της βιταμίνης Α όπως φαίνεται στο μικροσκόπιο με πολωμένο φως.
Μικροκρύσταλλοι της βιταμίνης PP (αντιπελλαγρικός παράγοντας ή B7) όπως φαίνεται στο μικροσκόπιο με πολωμένο φως.
Μικροκρύσταλλοι της Β(βιταμίνη αντι-μπέρι-μπέρι ή αντινευριτιδική), όπως φαίνεται στο μικροσκόπιο με πολωμένο φως.
Dictionary of Greek. 2013.